- ἄγρωστις,-ιδος
- ἡ N 3 1-0-4-0-1=6 Dt 32,2; Is 9,17; 37,27; Hos 10,4; Mi 5,6grass, weed
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ψευδάγρωστις — ιδος, η, Ν (λόγιος τ.) βοτ. παλαιότερη ονομασία γένους φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἄγρωστις. Η λ. ως επιστημον. όρος τής νέας ελλ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. pseudagrostis] … Dictionary of Greek